ινδολογία

ινδολογία
η
η μελέτη τής ιστορίας και γενικά τού πολιτισμού τής Ινδίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. indology < indo- «ινδο-» + -logy (πρβλ. -λογία < -λόγος < λέγω). Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Γεώργ. Κοζάκη Τυπάλδο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ινδολογία — η η μελέτη της ιστορίας και του πολιτισμού της Ινδίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • ινδολόγος — ο, η αυτός που μελετά τις εκδηλώσεις τού πολιτισμού τής Ινδίας, αυτός που ασχολείται με την ινδολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. indologist < indo «ινδο » + logist < log (πρβλ. λόγος < λέγω) + κατάλ. ist. Η λ. μαρτυρείται από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”